- αλλαξοπιστία
- η1) перемена веры, вероотступничество; 2) ренегатство, отступничество
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλαξοπιστία — η [αλλαξόπιστος] αλλαγή θρησκεύματος, αλλαξοθρησκεία, εξωμοσία … Dictionary of Greek
αλλαξο- — πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων με το οποίο δείχνεται αλλαγή, μεταβολή, ανταλλαγή κτλ. του σημαινόμενου από το δεύτερο συνθετικό: αλλαξογλωσσιά, η (αλλαγή της γλώσσας), αλλαξοθρησκία, η (αλλαγή θρησκείας, αλλαξοπιστία), αλλαξοκαιριά, η (αλλαγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαξοθρησκεία — η εκούσια ή αναγκαστική εγκατάλειψη τής πατροπαράδοτης θρησκείας, αλλαξοπιστία, εξωμοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + θρησκεία] … Dictionary of Greek
αλλαξόπιστος — η, ο αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πίστη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ] … Dictionary of Greek
τούρκεμα — το, Ν [τουρκεύω] 1. (κατά την τουρκοκρατία) η αλλαξοπιστία, η προσχώρηση στον μωαμεθανισμό, εκτουρκισμός 2. η κατάληψη περιοχών από τους Τούρκους … Dictionary of Greek